- κληρωτήριον
- κληρωτήριον, τὸ (Α)1. (στην αρχαία Αθήνα) ο τόπος στο θέατρο όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και οι δικαστές, οι κληρωτοί2. η κληρωτίδα («τὰ δὲ κληρωτήρια ποῑ τρέψεις;», Αριστοφ.)3. τόπος όπου γίνονταν εκλογές αρχόντων, δικαστών κ.λπ. με κλήρωση4. ο κατάλογος αυτών που εκλέχθηκαν με κλήρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. δεσμω-τήριον, ιδρω-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.